πρόκοιτος

πρόκοιτος
πρόκοιτος
one who keeps watch before
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πρόκοιτος — ον, Α 1. φρουρός που φυλάει μπροστά από μια θέση και κυρίως αυτός που ανήκει στην προφυλακή 2. θαλαμηπόλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + κοιτος (< κοίτη «κρεβάτι, φωλιά»), πρβλ. κατά κοιτος] …   Dictionary of Greek

  • προκοίτοις — πρόκοιτος one who keeps watch before masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προκοίτου — πρόκοιτος one who keeps watch before masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προκοίτους — πρόκοιτος one who keeps watch before masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προκοίτων — πρόκοιτος one who keeps watch before masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προκοίτῳ — πρόκοιτος one who keeps watch before masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρόκοιτοι — πρόκοιτος one who keeps watch before masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρόκοιτον — πρόκοιτος one who keeps watch before masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προκοιτία — και προκοιτεία, ἡ, Α [πρόκοιτος] φρούρηση μιας θέσης …   Dictionary of Greek

  • προκοιτώ — έω, Α [πρόκοιτος] φρουρώ μπροστά από μια θέση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”